- διάγγελμα
- το (AM διάγγελμα) [διαγγέλλω]1. η προς τον λαό ή τη Βουλή προκήρυξη τού ανώτατου άρχοντα ή τής κυβέρνησης2. το μήνυμα που διαβιβάζεται με αγγελιαφόροαρχ.-μσν.παραγγελίααρχ.γνωστοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάγγελμα — a message neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγγελμα — το 1. μήνυμα που μεταφέρεται από αγγελιοφόρο. 2. προκήρυξη για σοβαρό ζήτημα του ανώτατου άρχοντα ή της κυβέρνησης: Μετά το σεισμό, ο πρωθυπουργός απηύθυνε διάγγελμα στους πληγέντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγγέλματα — διάγγελμα a message neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιάκωβος Στιούαρτ — (Λονδίνο 1688 – Ρώμη 1766). Πρίγκιπας της Σκοτίας, μνηστήρας του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιάκωβου Β’ της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του… … Dictionary of Greek
Λεσότο — Κράτος της νότιας Αφρικής. Περικλείεται από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Το Λ. βρίσκεται στο υψηλότερο ορεινό σημείο της νότιας Αφρικής· βρετανικό προτεκτοράτο έως τις 4 Οκτωβρίου 1966 με την ονομασία Mπασουτολάνδη, η χώρα αυτή οφείλει την… … Dictionary of Greek
Μονρόε, Τζέιμς — (James Monroe, Γουέστμορλαντ, Βιρτζίνια 1758 – Νέα Υόρκη 1831). Αμερικανός πολιτικός, πέμπτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολέμησε στον πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και τραυματίστηκε· πολιτεύτηκε σε ηλικία 24 ετών και εξελέγη… … Dictionary of Greek
Georges II de Grèce — Pour les articles homonymes, voir Georges II et Georges de Grèce (homonymie). Georges II de Grèce Γεώργιος Β΄ … Wikipédia en Français
завещание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. διάγγελμα) возвещение, объявление, определение;… … Словарь церковнославянского языка
διαλαλιά — η (AM διαλαλία) 1. διακήρυξη, διάγγελμα 2. διάδοση, φήμη νεοελλ. παράγγελμα, σύνθημα αρχ. μσν. προφορική εξέταση μάρτυρα αρχ. απόφαση … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek